διαδοχικότητα

διαδοχικότητα
η
1. το να γίνεται κάτι διαδοχικά
2. το να είναι κάτι διαδοχικό, η αλλεπαλληλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 σε χειρόγραφα τού συλλόγου «Κοραής» στην Αθήνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”